Social Icons

email

                                     ΣΥΝΤΟΜΑ  ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ


                                                             Ευχαριστώ

                                                  Η αρχή έγινε ήδη....................

=====================================================================

ΝΤΟΠΟΛΑΛΙΕΣ

 Αιτωλοακαρνανία και  Δυτική Ελλάδα  [ γενικότερα ]

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ


ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Άλλα είναι τ’ άλλα κι άλλα της Παρασκευής το γάλα
Γύρω στα 3 χιλιόμετρα από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου στην Ανάληψη, είχε την σκήτη του ο Άγιος Ιάκωβος. Κάθε
Κυριακή πήγαινε στη μονή για να λειτουργηθεί. Έπαιρνε ένα πρόσφορο
με το οποίο περνούσε μι βδομάδα. Πολλοί μοναχοί, με προεξάρχοντα
τον ηγούμενο, κατηγορούσαν τον όσιο σαν υποκριτή. Για να
αποδείξουν του λόγου το αληθές, έστειλαν ένα βοσκόπουλο, μέρα
Παρασκευή, να του πάει γάλα. Βρίσκει τον Άγιο το βοσκόπουλο και του
λέει:
- Άρμεξα τις κατσίκες μου και σούφερα λίγο γάλα μιας που εσύ
δεν έχεις.
- Ευχαριστώ παιδί μου, του λέει ο γέροντας και παίρνει το γάλα.
Αλλά τι συμπεθερικό είναι κείνο που περνάει το δρόμο, εκεί απέναντι;
Κι ενώ ο μικρός προσπαθούσε να δει το «συμπεθερικό», ο όσιος αφού
έβρεξε λίγο τη γενειάδα του, χύνει το υπόλοιπο γάλα σε ένα σωρό από
πέτρες που υπήρχε εκεί δίπλα. Όταν γύρισε ο μικρός είδε το τσουκάλι
άδειο και τα γένια του γέροντα να στάνε γάλα και νόμισε ότι το
«συμπεθεριό» ήταν επινόηση για να του αποσπάσει την προσοχή και να
πιει το γάλα. Τα νέα έφθασαν στον ηγούμενο και τους κακούς
μοναχούς. Όταν την άλλη μέρα ο Άγιος κατέβηκε στο μοναστήρι για
τον εσπερινό, όλοι τον κοίταζαν με μισό μάτι και συζητούσαν εις βάρος
του γιατί ήπιε γάλα την Παρασκευή. Όταν τέλειωσε ο εσπερινός
περίμενε μια γυναίκα για να σαραντίσει. Παίρνει ο όσιος το μωρό και το
αφήνει στο μέσον του ναού κάτω από τον πολυέλαιο. Όλων τα
βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω του. Σταυρώνει το νήπιο με το ραβδί
του και το ρωτά: «ποιος είναι ο πατέρας σου;» κι εκείνο απαντά «ο
ηγούμενος». Το ξαναρωτά και παίρνει την ίδια απάντηση. Υποβάλλει
την ίδια ερώτηση και Τρίτη φορά και πάλι η απάντηση είναι ίδια!!! Τότε
ο Άγιος στράφηκε προς όλους, που κοιτούσαν αποσβολωμένοι και είπε
μια φράση, που λέγεται ακόμη και σήμερα στην ευρύτερη περιοχή:
«Άλλα είναι τ’ άλλα κι άλλα της Παρασκευής το γάλα».
Η μνήμη του Αγίου οσιομάρτυρος Ιακώβου του νέου γιορτάζεται 1η
Νοεμβρίου.
Η καλογερίνα
Κάποτε μια όμορφη βοσκοπούλα πρόσεχε τα πρόβατά της κοντά στο
Φίδαρη. Ένας νέος καλόγερος, από το γειτονικό μοναστήρι του Τιμίου
Προδρόμου κοντά στην Ανάληψη, την είδε και την ερωτεύθηκε
παράφορα. Πήγαινε λοιπόν τακτικά και την παρακολουθούσε κρυφά.
Μια μέρα όμως νικήθηκε από τον πειρασμό και επιτέθηκε στη νεαρή
βοσκοπούλα. Εκείνη τρόμαξε και τόβαλε στα πόδια. Ο καλόγερος ήταν
πιο σβέλτος και την ώρα που την έφτασε εκείνη μαρμάρωσε. Έγινε
βράχος, ένας βράχος που «μοιάζει» με κοπέλα. Όσοι πάνε από κείνα τα
μέρη τον βλέπουν. Τον βάφτισαν η «καλογερίνα». Ο νεαρός μοναχός
συνειδητοποιώντας το τεράστιο σφάλμα του, έπεσε στο ποτάμι και
πνίγηκε.
Ομιλία πολιτικού κατά τον 19ο αιώνα
Άνδρες τυρογενείς και φθειραπόγονοι, οι τρώγοντες τας ψωραλέας
αίγας και καταβροχθίζοντες τον σκολικόβρητον τυρόν, φιλώ τους πέντε
μου δακτύλους και σας τους αποστέλλω προς χαιρετισμόν (μούντζα
κανονική δηλαδή).
Ρήση εισπράκτορα
Το περιστατικό συνέβη στην ευρύτερη περιοχή του νομού κι όχι στην
περιοχή του Θέρμου. Φεύγει το λεωφορείο από Αγρίνιο για Αθήνα
γεμάτο. Οι επιβάτες από τη Συκιά όμως ήταν πολλοί και
συγκεντρώθηκαν στη γνωστή διασταύρωση μαζί με τους συγγενείς που
τους συνόδεψαν για τον αποχαιρετισμό. Σαν είδαν το λεωφορείο να
πλησιάζει άρχισαν τα φιλιά κι οι χαιρετούρες. Ο οδηγός του λεωφορείου
κόβει ταχύτητα κι ο εισπράκτορας βγάζοντας το κεφάλι έξω, ρίχνει την
αμίμητη ατάκα:
- Μη φ’λιέστι ντιπ, είνι τίγκα.
Για τη χελώνα
Σαν ήταν μικρή η χελώνα, ήταν λίγο τεμπέλα. Η μάνα της την
παρακαλούσε να κάμει καμιά δουλειά. Δεν ίδρωνε το αυτί της. Μια μέρα
η μάνα είχε πάρα πολλές δουλειές που δεν πέρναν αναβολή. Γι’ αυτό
παρακάλεσε τη μικρή να ζυμώσει. Εκείνη για άλλη μια φορά δεν την
υπάκουσε. Έτσι η μάνα την καταράστηκε: νάχει για όλη της τη ζωή το
πλαστήρι από κάτω της και τη σκάφη από πάνω της.
Για το κουτσουλιέρι ή γκατσιλιέρα ή γριβούλα
Το κατσουλιέρι είναι ένα μικρό πουλάκι που πιο πολύ περπατάει παρά
πετάει. Για τη …συμπεριφορά του αυτή, ο μύθος λέει:
Ήταν μια χωριατοπούλα κι είχε δυο άλογα, το Γρίβα και τον Ντορή. Μια
μέρα η δόλια τάχασε και δεν μπορούσε να τα βρει. Παρακάλεσε να γίνει
πουλί για να τα βρει ευκολότερα. Πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της,
μόνο που δεν μπορούσε να πετάξει για πολύ. Έτσι άρχισε να
περιπλανιέται στους κάμπους και να «φωνάζει» τ’ άλογά της: γίρι –
γίρι – γίρι … ντούρ’ - ντούρ’ – ντούρ’. Κάποιοι το «γίρι – γίρι – γίρι»,
το ακούνε σαν να φωνάζει το Γρίβα (εξ’ ου και γριβούλα) και το
«ντούρ’ - ντούρ’ – ντούρ’» σαν να αναζητά το Ντορή της.
Για το σώγαμπρο
Μια μέρα η αλεπού, μπούκαρε σ’ ένα κοτέτσι για να γευματίσει. Την
πήραν μυρωδιά όμως και τις άρπαξε για τα καλά. Παραλίγο να τη
πληρώσει με την ίδια της τη ζωή. Στο τέλος κατάφερε να ξεφύγει, αλλά
οι απώλειες ήταν πολλές: ματωμένη, χωρίς ουρά και σε τρισάθλιο χάλι,
γυρνά στο δάσος, όπου τα υπόλοιπα ζώα άρχισαν τα πειράγματα. Χωρίς
να χάσει το θάρρος της, γυρνάει και τους λέει: μια χαρά είμαι, δεν έχω
τίποτε, είμαι καλύτερα από σώγαμπρος!!!
Δοξασίες
Οι κάτοικοι των χωριών αποκαμωμένοι απ
ό τον κάματο της συγκομιδής
και για να αποφύγουν τον πολύ ήλιο, ξάπλωναν το μεσημέρι κάτω από
δέντρα. Απόφευγαν όμως τις συκιές ή τις καρυδιές γιατί έλεγαν ότι το
μεσημέρι γίνεται σατανική σύναξη. Προτιμούσαν τις κερασιές ή τις
μηλιές. Μάλιστα την αγριοκερασιά την τοποθετούσαν στη φωτιά από
Χριστούγεννα μέχρι του Σταυρού για να φύγουν οι καλικάντζαροι.
«Συνώνυμα» 1
Γυρίζει μετά από πολλά χρόνια στην… κακούργα ξενιτιά ένας κάτοικος
ορεινού χωριού. Μέσα στα πολλά που ‘χε χάσει, ξέχασε και τη
ντοπιολαλιά. Πάει στον πρώτο μαγαζάτορα και του λέει πως πάνε τα
πράγματα κι οι δουλειές κι εκείνος απαντά:
-Άστα να πάνε… κεσάτια.
Κεσάτια σκέφτεται ο ξενιτεμένος κι η μνήμη από τη λαλιά στο Αμέρικα
δεν τον βοηθάει. Ντράπηκε όμως να ρωτήσει κι έτσι έφυγε. Πάει στο
δεύτερο μαγαζάτορα, τον ρωτάει τα ίδια κι τον ακούει να λέει:
-Τι να πάει; Δε γίνεται αλισβερίσι.
Αλισβερίσι, αλισβερίσι… Τίποτε δεν του θύμιζε. Αρκετά μαζεμένος πάει
στον τρίτο και εκείνος του απαντάει:
-Δε γεμίζει ο μπεζαχτάς φίλε μου.
Κάπου εκεί παθαίνει την πλάκα του κι η μόνη του παρηγοριά είναι ο
τέταρτος μαγαζάτορας απ’ όπου ακούει την απάντηση:
-Άδειο το μασούρι φιλαράκο…
Όλοι έλεγαν το ίδιο πράγμα πάνω – κάτω.
«Συνώνυμα» 2
Φίλες φοιτήτριες από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας κάνουν τα μπάνια
τους σε κυκλαδίτικο νησί. Χαίρονται τον ήλιο στην παραλία όταν ένα
μεγάλο έντομο τις εφορμά. Φωνάζει η αγρινιώτισσα:
-Ένα σερσέγκ’.
-Ένας ντάβανος λέει η ……
-τι ντάβανος μωρέ, αυτό είναι αγριοκούμπανος!!!
Γιατ’ είμαστ’ έτσ’; «Άνθρουπ’ κι ανθρουπάκια».
Ν. Παπακωνσταντίνου
Ένας μεγάλος ηθοποιός, ο Νίκος Παπακωνσταντίνου, καταγόμενος
από το Θέρμο και μεγαλωμένος στο Αγρίνιο, είχε το μικρόβιο της
συγγραφής. Αν και σπούδασε, εργάστηκε και δίδαξε στην Αθήνα, ποτέ
δεν ξέχασε το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής που γεννήθηκε. Γι’ αυτό
έγραψε το παρακάτω ποίημα στην ντόπια λαλιά:
Σαν τέλιψι ου Θιός τα ιργατά Τ’
Κι όσα χουράει κι δε χουράει ου νους
Κι ικειά π’ τα γλέπ’ κι π’ δε τα γλέπ’ του μάτ’,
Μπουχός κατέβκι αουπάν απ’ τ’ς ουρανούς.
«Τώρα θα φκιάσουμι άνθρουπου απατοί Μας
κατά τ’ν εικόνα και τ’ν ουμίουσ’ τ’ δκή Μας!...».
Γροικώντας τ’ν κβέντα ου Βιλζιβούλς
πούχει χουθεί κει παρακάτ’
σκέφτουνταν σ’ ότ’ θάφκιαν’ ου Θιούλ’ς
πως νάβανι κι αυτός τ’ν ουρά τ’.
Παίρν’ πλέτι ου Κύριους ιφθύς
Νιράκ’ κι χουματάκ’ απ’ τη γης
Κι πλάθουντας πουλλή ώρα τουν Αδάμ,
Ίδρουσι σα να βγήκι απου χαμάμ.
Τουν φσάει έπειτα στ’ μύτ’
ου Αδάμς ασκώνιτι
μα απ’ τ’ μουναξιά τ’ν πουλλή τ’
ματαξαπλώνιτι!
Κι μι του κουμάτ’ π’ τ’ κόβ’ ου Θιός μαν’ – μαν’
κουμάτ’ απ’ του πλευρό τ’ κι τ’ν Εύα φκιάν’!
«Αυξάνιστι – τ’ς λέει - κι πληθύνιστι
κι κυριέψτι τ’ γης όσ’ δύνιστι».
Μόλις τ’ς ιβλόγσι, κ’τάει…
Αϊ-αϊ, αϊ-αϊ, αϊ-αϊ!
Γιουμάτα λάσπις τάγια χέρια Τ’!
Τα τνάζ’ μ’ όσ δύναμ’ είχι, τι να κάν’;
Σκύβνι τ’ αγγιλικά τ’ ασκέρια Τ’
Κι φτάν’ οι λάσπις ίσια στου σαϊτάν’!
Κι ικειός σκαρών’ με τα λασπάκια,
Σαν τ’ς προυτόπλαστ’ς ίδια ανθρουπάκια.
Μα όπους δεν έχνει μέσα τ’ς ψ’χή,
Τα ζγών’ στου Θιό μι προυσουχή
Τ’ν πατούσα Τ’ γαργαλάει ου αλητήριους,
Κι μι τ’ αψ-χού που κάν’ αίφνις ου Κύριους,
Πάει μες τ’ μύτη τ’ς η ικπνουή
Κι αμέσους παίρνι κι αυτά ζουή.
«Πιάστι τουν Άγγιλ’ ωχ-ωχ-ωχ!
Ιδώ μπρουστά μας ξιμουτώχ
Να μας χαλάσ’ τα σκέδια!...
Ξικάμτι πριν μας πιάσ’ του γνάτ’
Τα κακουρίζκα ξουανά τ’!».
Μα κειός ταρπάζ’ κι χοπ’
Στ’ν άλλ’ άκρ’ πιτιέτι τ’ τόπ’…
Τα χών’ σι σκότ’νου λάκου
Κι ρφάει μαζί τ’ς ταμπάκου!...
Ουρμόνις τ’ς δίν’ αναβουλ’κά,
Τα μιγαλών’ βιαστκά-βιαστκά
Κι ύστιρα τ’ς λέει πω-πω-πω-πω!
Πώς να κουτήσου να του ειπώ;
«Πρώτα νάστι στ’ φαύλ’ τ’ν πουλιτική
στ’ κλιψά, στου σεξ κι στ’ διαβουλή
κι να ξικάντι τ’ Αδάμ τ’ φάρα
καημός, μαχαίρ’ κι φαουμάρα,
για νάχτ’ ιφκές απ’ τα είκοσ’ νχάκια μ’!
κι τώρα άιστι στου κακό πιδάκια μ’…»
«Κακό σπέρνς – κράζ’ ου αρχάγγιλους Γαβρίλ’ς,
κακό κι συ θα σμάεις
άλλου μη μι κουλάεις
κι κοίτα τ’ς διαουλιές να τ’ς καταστείλ’ς,
γιατί τ’ς προυσμέν’ ασήκωτ’ τιμουρία
σα θα σμάν’ η Δευτέρα Παρουσία!...»
«Βρε τώρα π’ζούνι χάι-χάι-χάι!
Βρε τώρα ποιος καλουπιρνάει;
Κι όσου για κείνου πλες πως τ’ς πιριμέν’
Ποιος ζει ως τότινες κι ποιος πιθαίν’;»

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ

Οι κλέφτες του Ζυγού
Βουνά μ’ για χαμηλώσετε, παραμερίστε λίγο
για ν’ αγναντέψω το Ζυγό και τα Καστανοχώρια
να δω τους κλέφτες του Ζυγού και τους καπεταναίους,
να ιδώ τους αδελφούς Μακρή, έξι αδερφούς Ντοβαίους,
να ιδώ το Τσάκο Θοδωρή, τους Τσελεπελαίους.
Αυτοί ‘ναι οι κλέφτες του Ζυγού κι οι καπεταναραίοι
όπου φυλάνε το Ζυγό και πολεμούν τους Τούρκους.
Του Κιτσοπλάκα
(πρωτοκλέφτη του Σομπονίκου – Νερομάνας)
Του Κίτσου η μάνα η Ευγενή μοιρολογάει και κλαίει
με το ποτάμι μάλωνε μα και το παρεκάλει.
-Ποτάμι μ’ για λιγόστεψε, ποτάμι μ’ κάνε πόρο
για να περάσω απόπερα, από τα Ρεμματάρια
να μη νυχτώσω και ταχύ να φτάσω στον Μπερίκο
για να ρωτήσω η καψερή να μάθω για τον Κίτσο.
Έμαθα πως τον βάρεσαν εψές στο Ξεροβούνι
και μου ζητάνε ξαγορά δέκα χιλιάδες γρόσια.
Τρεις παταριές του ρίξανε με τρι’ ασημένια βόλια
τόνα του πήρε τα πλευρά και τ’ άλλο την κοιλιά του,
το τρίτο να μην έσωνε, τον πήρε στο ριζάφτι.
Κι ο Κίτσος μου εστέναξε, μανούλα μου που είσαι,
με βάρεσαν με μπαμπεσιά οι Παληοκονιαρίτες.
Άσε με ποταμάκι μου, άσε με να περάσω
και θα σου ρίξω πλερωμή, δέκα ποτήρια μόσκο.
Των Σισμαναίων
Το λέν’ οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
το λέν οι Κραβαρίτισσες κι οι Κραβαριτοπούλες:
Παν οι αρχόντοι στον πασά, παν οι κοτσαμπασήδες,
πάνε τα Σισμανόπουλα, ο Μήτσος κι ο Γιαννάκης.
Ο Μήτσος πάει τα φλουριά, Γιαννάκης την Ελένη.
-Πολλά τα έτ’ αφέντη μου! –Καλώς τον κυρ Γιαννάκη!
Γιαννάκη, τι παλάβωσες και πήρ’ ο νους σ’ αγέρα
και χάλασες τρία χωριά, τρία κεφαλοχώρια,
Γρανίτσα το Τρανό Χωριό, Ζελίτσα ξακουσμένη;
-Έφταιξ’ αφέντη μ’, έφταιξα και να με συμπαθήσεις.
-Δεν είναι για συμπάθισμα, για να σε συμπαθήσω.
Τα παλαμάκια βάρεσε και το τζελάτη κράζει!
Του Νούρκα
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στον Παλιοπύργο.
Το ‘να τηράει τ’ Απόκουρο και τ’ άλλο τα γιοφύρια,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Μας ήρθε η άνοιξη πικρή και ραμαζάνι μαύρο.
Μας εγελάσαν οι Ρωμιοί, Χρήστος και Μεγαπάνος,
εφέρανε την κλεφτουριά από τα βιλαέτια».
Ο Θοδωράκης φώναξε από την κρύα βρύση
«Βάλτε φωτιά στ’ Αλάμπεη, στον έρημό του κούλα».
Κι ο Αλάμπεης σαν τα’ άκουσε πολύ του κακοφάνει,
το άλογό του γύρισε στο Νούρκα για να πάει.
«Τι λες Νούρκα να κάνουμε, τι λες Νούρκα να γένει;»
Αλάμπεης προσκύνησε στον καπετάν Γιωργάκη.
«Έβγα και συ, μωρέ Νούρκα μου, έβγα να προσκυνήσεις».
«Δεν είμαι νύφη για να βγω έξω να προσκυνήσω.
Γιουρούσι κάνω να σωθώ πατάω σε σκοτωμένους».
Το τραγούδι του Τσέλιου
Πικρά το λένε τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,
πικρά το λέει μια βλάχισσα του Τσέλιου μοιρολόι,
κάτω στον Άσπρο ποταμό, πουν’ τα πολλά τα χιόνια.
Χιόνια μου να μην λιώσετε, ώσπου να πέσουν κι άλλα,
γιατί ‘ναι ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει.
Χίλιους γιατρούς εκάλεσε να βρει τη γιατρειά του.
Κανένας δεν του έβρισκε, του Τσέλιου την αρρώστια,
κι ένας γιατρός Βασιλικός, κρυφά τον κουβεντιάζει:
-Τσέλιο μ’ δεν είσαι άρρωστος, αρρώστια συ δεν έχεις,
μια κόρη σε βαλάντωσε και θα σε πάει στον Άδη.
Παίρνω τα χέρια σταυρωτά και την καρδιά κρατώντας,
στο δρόμο όπου πάγαινα, στο δρόμο που παγαίνω,
βρίσκω την κόρη που ‘ρχεται, παίζοντας και γελώντας.
Έκατσα και της μίλησα, κάθομαι και της λέω:
-Κόρη μ’ εσύ ‘σαι ο γιατρός, κι εγώ ο λαβωμένος,
έλα να σμίξουμε τα δυο να γιατρευτώ ο καημένος.
Της Ζαχαρούλας
Σειώντι τα δέντρα, σειώντι Ζαχαρούλα μ’,
σειώντι κι τα κλαριά.
Σειέτι κι η Ζαχαρούλα η ζαχαρένια
με μια λαβωματιά.
Το λάβωμά της είναι ζαχαρένια μ’
πως δεν παντρεύεται
και μέσα στο χωριό της, καλή τσούπρα μ’
δεν προξενεύεται.
Ζαχαρούλα είν’ τ’ όνομά σου
και γλυκό τα φίλημά σου.
Κείνο τ’ αστέρι το λαμπρό
Κείνο τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κοντά στην Πούλια,
κείνο που φέγγει κι έρχομαι, Δέσπω μου, στην αυλή σου.
Βρίσκω την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
Σκύφτω, φιλώ την κλειδαριά, σκύφτω, φιλώ την πόρτα.
«Σήκω ν’ αλλάξεις κόρη μου, να βάλεις τα καλά σου
γιατί ‘ρθαν να σε πάρουνε πεζούρα και καβάλα.
Χίλιοι έρχονται κι άλλοι χίλιοι πεζούρα,
‘ξήντα μουλάρια κουβαλούν σιτάρι για το γάμο».
Της Αναστασιάς
Βλέπεις εκείνο το βουνό το κορφανταριασμένο,
πό ‘χει ανταρούλα στην κορφή και καταχνιάς στον πάτο,
πό ‘χει τον πύργο γυάλινο, τα τζάμια κρυσταλλένια;
Εκεί κοιμάται μια ξανθιά, μιας χήρας θυγατέρα.
Μα πώς να την ξυπνήσουνε, μα πώς να της το ειπούνε;
«Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα, καημένη τσούπρα,
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι
γιατί μας πήρε η χαραυγή το δόλιο μεσημέρι».
«Πώς να σ’κωθώ λεβέντη μου, πώς να σ’κωθώ πουλί μου, μπλεχτήκαν
τα μαλλάκια μου με τα δικά σου αντάμα».
Απόψε δεν κοιμήθηκα
Απόψε δεν κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω
για δυο ματάκια γαλανά που μ’ έχουν λαβωμένο.
Θε να τα κλέψω μια βραδιά, νύχτα με το φεγγάρι,
να τα’ ανεβάσω στο βουνό, ψηλά στο κορφοβούνι,
να τα φιλώ μεσάνυχτα, να τα φιλώ το τάχυ,
κι όντας λαλάει η πέρδικα, κι όντας λαλάει τ’ αηδόνι,
κι όταν το λέν’ οι όρνιθες, το λένε τα παγώνια.
Ξύπνα, περδικομάτα μου, ξύπνα να ‘ρθείς μαζί μου,
να σου φιλήσω την ελιά πούχεις στο μάγουλό σου.
Κοπέλα με καλή καρδιά
Κοπέλα με καλή καρδιά,
σαν κλάρα από βαλανιδιά,
το ταγάρι θα κρεμάσω,
θα πεθάνω αν σε χάσω.
Όπως είσαι θα σε πάρω
και στεφάνι θα σου βάλω.
Τα τσαπράζια, το σπαθί έχω,
τσούπρα μου, ζωθεί,
να παλέψω με το Χάρο
κι αν νικήσω θα σε πάρω.
Ξύπνα περδικομάτα μου
«Ξύπνα περικομάτα μου, κι ήρθα στη γειτονιά σου.
Χρυσή πλεξούδα σούφερα, να πλέξεις τα μαλλιά σου,
να στολιστείς, να χτενιστείς, να ιδώ την ομορφιά σου».
«Δεν τόξερα λεβέντη μου, πως είναι η αφεντιάς σου,
σαν τη λιβαδοπέρδικα να ‘ρθω στην αγκαλιά σου,
να σε φιλήσω δυο φορές να κάψω την καρδιά σου.
Θα γένω και γλυκομηλιά στον ίσκιο μου να κάτσεις».
«Σκέψου τα αποφάσισε τούτο το καλοκαίρι
κι αν βγάλεις την απόφαση, εγω σε κάνω ταίρι».
Για σένανε, Ρουσούλα μου…
Για σένανε, Ρουσούλα μου, με βάλανε στο κάστρο,
για δυο λογάκια που ‘παμε και τα ‘πες τ’ αδερφού σου.
Του ‘πες πως αγαπιόμαστε κρυφά απ’ τους γειτόνους.
Εμείς κι αν αγαπιόμαστε τον κόσμο τι τον μέλλει;
Τάχα δεν θα ‘ρθει ένας καιρός, να βγω κι εγώ απ’ το κάστρο;
Να κάψω χώρες και χωριά, χωριά και βιλαέτια, να κάψω την
Τριπολιτσά, να κάψω την αγάπη μου μέσα στα φυλλοκάρδια.


Για τον καιρό και τη σοδειά.!!!!

-Κάλιο χίλια κάρβουνα, μπέρι χίλια πρόβατα. (Το χειμώνα, καλύτερα να
έχεις κάρβουνα παρά πρόβατα).
-Χαρά στα Φώτα τα στεγνά κι στα Λαμπρά βρεμένα. (Όταν τα Θεοφάνια ο καιρός είναι καλός και το Πάσχα βροχερό τότε κι οι σοδιές θάναι
καλές).
-Τα Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα κι η Λαμπρή
βρεχούμενη, τ’ αμπάρια γεμισμένα. Πληρέστερη από την προηγουμένη.
-Κόκκινη Ανατολή, βρεγμένη Δύση.
-Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος. (Αν είναι «στεγνός» ο Μάης τα
σταφύλια θα τσακιώνται).
-Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ’ αλέσουν.
-Αν ίσως βρέξει ο τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
-Μάρτης είναι νάζια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει.
-Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα (Για το άστατον
του καιρού στον συγκεκριμένο μήνα)
-Το Μάρτη ξύλα φύλαγε (ή μάζευε) μη κάψεις τα παλούκια (Όμοιο)
-Μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει τζίτζικας δεν
είν’ καλοκαιράκι
-Του ήλιου ο κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας
-Με τον καιρό και το δεντρί κάνει καρπό και φύλλα (όλα γίνονται με
τον καιρό)
-Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι (κάθε πράμα στον
καιρό του)
-Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού (τα χιόνια του
Δεκέμβρη, βοηθούν στην καλή σοδειά)
-Η Πούλια βασιλεύοντας / το μήνυμά της στέλνει
μηδέ τσοπάνης στα βουνά/ μήδε ζευγάς στο κάμπο
(Μπαίνουμε στο χειμώνα, άρα σταματούν οι δουλειές του φθινοπώρου).
Για την αγάπη, τον έρωτα, το ταίριασμα και το γάμο
-Όπου δεις πολλήν αγάπη, βλέπε και μεγάλη αμάχη. (Οι … στενές
επαφές, στο τέλος φέρνουν τσακωμούς). Γι’ αυτό:
-Ανάρια – ανάρια το φιλί, για νάχει νοστιμάδα.
-Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι. (Ταίριασμα)
-Αγάπαγε η Μάρω το χορό και βρήκε άνδρα χορευτή. (Για τα ταιριαστά
ζευγάρια)
Για τους δουλευταράδες, τους προκομμένους, τους τίμιους, τους
αρχοντάνθρωπους κλπ.
-Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι. (Όσο περισσότερο δουλέψεις τόσο
περισσότερο θα κερδίσεις)
-Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρουδιά την έχει. (Από την ομορφιά ή την
αρχοντιά πάντα κάτι μένει)
-Κάλιο γνώση παρά γρόσι. (Πολυτιμότερη η γνώση του πλούτου)
-Το ήμερο αρνί βζαίνει από δυο μανάδες το άγριο ούτ’ απ’ τη δκιά τ’ (οι
πράοι είναι πιο κερδισμένοι)
-Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. (Τα κίνητρα κάνουν τον άνθρωπο να
προσπαθεί).
Για τη φτώχεια, την τεμπελιά, την κακομοιριά, την πλεονεξία,
την ατιμία κλπ.
-Φτωχός άγιος, δοξολογιά δεν έχει. (Το φτωχό, δεν τον υπολογίζει
κανείς)
-Ο Θεός φτωχούς κάνει, άμοιρους δεν κάνει. (Όλοι έχουν την τύχη
τους)
-Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης. (Δεν εργάστηκες νέος, θα
δυστυχήσεις γέρος)
-Του τεμπέλη το καρβέλι είναι διπλό. (Πολλές φορές ο τεμπέλης έχει
σπουδαία τύχη)
-Η ακαμάτρα και λωλή, έχει την τύχη τη καλή. (Λέγεται για τις ανάξιες
που καλοπαντρεύονται ή για τις άξιες που κακοπέφτουν)
-Η αλεπού δε φυλάει τις κότες. (Μην εμπιστεύεσαι τους πονηρούς)
-Η κολοβή η αλεπού και τις άλλες ήθελε να κολοβέψ’. (Για όποιον θέλει
να μεταδώσει τα κουσούρια του)
-Ας με λένε Αλημπεήνα κι ας ψοφάω από τη πείνα. (Για τις
ψωροπερήφανες)
-Έφαγε αυγό κι αλείφτηκε ως τ’ μέσ’. (Για τους αδέξιους, για κείνους
που τρώνε …στραγάλια και δε λερώνονται)
-Άδειος και καθούμενος τα ‘σπαζε και τα ‘ραβε. (Όποιος δεν έχει τι να
κάνει, δημιουργεί ζητήματα)
-Άσκοπος νους, διπλός ο κόπος (Ο απερίσκεπτος κοπιάζει διπλά).
-Τ’ αψύ το ξύδι τ’ αγγειό χαλάει (Επιζήμια η οξύτητα)
-Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος δεν τον ξεφορτώνουν (όμοια)
-Όλο λάδ’ – λάδ’ κι από πίτα τίποτα (Όλο λόγια ή έργα επίδειξης κι όχι
ουσίας)
-Με πορδές δε βάφονται αυγά (Δε γίνονται έργα χωρίς τις απαραίτητες
προϋποθέσεις)
-Στου φαï ούλ’ οι καλογέρ’ μαζί, στη δ’λειά κάτ’ απ’ τ’ πατλιά = για
φαγητό και καλοπέραση όλοι πρώτοι. Αντίθετα όταν προκύπτει
δουλειά, εξαφανίζονται όλοι. Παραλλαγή της ίδιας:
-Για του φαΐ ούλ’ ικί, για δ’λούλα μες τ’ πατλούλα.
-Σαπουνίζοντας γουρούν’ χάνεις χρόνο και σαπούν’ (Για τις
ματαιόπονες πράξεις)
-Το γρούν’ πρόβατο δε γίνεται (ο κακός ο άνθρωπος δε διορθώνεται)
-Όλα τα γρούνια τα’ν ίδια μουτσούνα έχουν(οι κακοί είναι όλοι ίδιοι)
-Η γριά δεν είχε δαίμονα κι αγόρασε γουρνόπλο (Για όσους
δημιουργούν μόνοι τους προβλήματα)
-Κάλιο γλώσσα οχιάς παρά κακής γυναίκας. (Χωρίς εξηγήσεις)
-Γνέθει – γνέθει η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος. (Για κείνους που
δεν μπορούν να τελειώσουν μια δουλειά)
-Όποιος κοιμάται το πρωί, παλιά ρούχα τη Λαμπρή. (Για τους
αχαΐρευτους)
-Έκλεψε τ’ αυγό θα κλέψει και την κότα (Οι κακές συνήθειες
μεγαλώνουν)
-Μακριά κλωστή μουρλός ο ράφτης. (Για κείνους που τους λείπει το
μέτρο)
-Από κει που πήδησε η κατσίκα θα πηδήσει και το κατσικάκι. (Για τα
κορίτσια που μιμούνται τις όχι και τόσο καλές μητέρες)
-Τ’ διακουνιάρ’ κουμμάτια δώστ’ κι από στράτις ξέρ’ (Για ΄σους αντί για
βοήθεια δίνουν συμβουλές)
-Του ζητιάνου κομμάτια δώστ και στράτα μη του δείχν’ς. (Στο φτωχό
δώσε τη βοήθειά σου κι όχι συμβουλές)
-Από πού είσαι κλωναράκι; -Από κείνο το κλαδάκι. (Κατά μάνα κατά
κύρη κατά γιο και θυγατέρα)
-Ο Εβραίος σαν τα χάνει τα παλιά τεφτέρια πιάνει (Όταν κάποιος βρεθεί
σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ζητά κι αυτά πούχει χαρίσει)
-Το κ’τσό του γρούν’ τρώει το γούρμο απίδ’ (Όταν οι ανίκανοι έχουν
τις καλύτερες επιτυχίες)
-Τ’ αδειανό βαρέλι βροντάει πιο πολύ απ’ το γεμάτο. (Οι κούφιοι, οι
ανόητοι θορυβούν μόνο χωρίς να λένε τίποτε). Παραλλαγή της ίδιας
παροιμίας:
-Τ’ άδεια βαρέλια και τ’ άδεια κεφάλια κάνουν πολύ θόρυβο.
-Για το τζάμπα χάνομαι για το βερεσέ πεθαίνω. (Για τους τρακαδόρους
αλλά το λέει αγανακτισμένος κι αυτός που προσπαθούν να τον
κοροϊδέψουν σε μια συναλλαγή)
-Πάνω που μας χρεωστάγανε μας πήραν και το βόδ’. (Κερατάς και
ζημιωμένος)
-Φτωχό αρνί, πλατιά ουρά. (Λέγεται για μερικούς που ενώ δεν έχουν
προσόντα, χάρες, τόσο πιο πολύ επαίρονται)
-Όποιος λυπάται το καρφί χάνει και το πέταλο. (Για τους τσιγκούνηδες
που για να αποφύγουν ένα μικρό κόστος προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά)
-Ιγώ ήρθα ν’ ανασάνου κι ηύρα μαλλί να ξάνου. (Λέγεται όταν αντί
αναπαύσεως δημιουργείται κι άλλη δουλειά)
-Οι λύπες κόβουν γόνατα κι οι λογισμοί γερνάνε.
-Κοιλιά γεμάτη αυτιά δεν έχει. (Ο πλούσιος δεν καταλαβαίνει το φτωχό)
-Κούρεψε τα’ αυγό και πάρε το μαλλί του. (Ουκ αν λάβεις παρά του μη
έχοντος)
-Κρασί σε πίνω για καλό κι εσύ με πας στον τοίχο. (Για τους
μεθυσμένους)
Για την αδικία
-Αδικιάς σπυρί σπαρμένο κι αν φυτρώσει δε σταχιάζ’. (Το άδικο δεν
ευλογείται)

Παροιμίες με ζώα.

-Η προβατίνα ακέρια κι ο λύκος χορτάτος δε γίνεται. (Δε γίνεται τίποτε
χωρίς θυσίες)
-Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες. (Αλλού περιμένουμε
κάτι και αλλού γίνεται)
-Σαράντα τ’ άλογο, εξήντα το σαμάρ’. ( Όταν δίνουμε μεγαλύτερη αξία
στα δευτερεύοντα)
-Αν ψοφήσει τ’ άλογο απ’ το φαΐ, λύκος να το φάει. (Καλύτερα να
χαθούν τα άχρηστα πράγματα)
-Σφίχνει η μύγα του γομάρ’ το διαβαίνει το μουλάρ’. (Όταν
δυσανασχετείς για κάτι)
-Το μπλάρ’ εφτά φουρές τ’ μέρα σκέφτιτι να σκουτώσ΄ τουν αφέντ’ κι
η γ’ναίκα ιννιά
-Δεν το λέει η γίδα το λέει το κέρατό της (Για όσους προσπαθούν να
κρύψουν κάτι, χωρίς όμως επιτυχία)
-Κι από στέρφα γίδα γάλα βγάν’. (Για όσους κερδίζουν από απίθανες
πηγές / για τους φιλάργυρους)
-Ο κάβουρας στην τρύπα του μεγάλος ρήγας είναι. (Ο καθείς στο σπίτι
του είναι κύριος)
-Από του κόκορα τ’ αυγό δεν βγαίνει περιστέρα. (Κανείς δεν μπορεί να
πετύχει περισσότερα από τις δυνάμεις του)
- Η σκύλα από τη βιάση της γεννά στραβά κουτάβια. (Για το πόσο
επιζήμια είναι η βιασύνη)
-Αν φοβόταν ο λύκος το χειμώνα θάφτιανε και τράγια κάπα. (Λέγεται
για κείνους που δεν έχουν ανάγκη από κάτι)
-Βάλε το λύκο μπιστικό την αλεπού δραγάτη. (Όταν αναθέτουμε
δουλειές σε αναρμόδιους)
-Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι. (Ουδείς
αχαριστότερος του ευεργετηθέντος)
-Φάει δε φάει ο λύκος, απ’ όλους κυνηγιέται. (Καλύτερα να σου βγει το
μάτι παρά το όνομα)
-Παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρι. (Τίποτε τελικά δεν είναι
καλό)
-Η κατάρα του ψαριού:
Όποιος με πιάνει προκοπή να μην κάνει
Κι όποιος με τρώει, ψωμί να μην χορταίνει
(Λέγονταν για τους ψαράδες που ήταν δύσκολο κάποτε να προκόψουν
και για όσους αρέσει η βρώση του ψαριού, είναι δύσκολο να χορτάσουν
μόνο με αυτό, θέλουν και πολύ ψωμί)
-Αν σι φάου ιγω η οχιά, μέλ’ και γάλα
Αν σι φάει ου γιος μου ου αστρίτ’ς, τσαπί και φκυάρ’
(Λέγεται για τη σοβαρότητα των δειγμάτων του αστρίτη σε σχέση με
της «μάνας» του οχιάς. Πολλοί θεωρούν τον αστρίτη ως αρσενική
οχιά).

Διάφορα θέματα.

-Άλλο άστρο, άλλη μέρα. (Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει το αύριο).
-Άλλο είν΄ το δανεικό κι άλλο το γυριστό. (Ασφαλέστερο το
επιστρεφόμενο από το δανειζόμενο)
-Εγώ στραβώνω και πουλώ και συ βλέπε κι αγόραζε. (Οι συναλλαγές
έχουν …αμείλικτους κανόνες: όποιος «φάει» τον άλλον)
-Βάλε κόμπο στη βελόνα μη χαθεί η βελονιά σου (για το πόσο αναγκαία
είναι η προνοητικότητα)
-Δεν είδα από τα μάτια μου θα δω από τα φρύδια; (Δεν ωφελήθηκα από
κει που περίμενα, δύσκολο να ωφεληθώ από κει που δεν το περιμένω)
-Γαλάτα και μαλάτα (Ήσυχα και ωραία)
-Κάποιον δε τον θέλουν στο χωριό κι αυτός ρωτά για του παπά το σπίτι
(Λέγεται για τους ανεπιθύμητους)
-Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τη δέση του. (Καθείς και τα
προβλήματά του)
-Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. (Δεν ζουν καλά)
- Έκλασι η νύφ΄, σχόλασ’ ου γάμους. (Ο έχων το πρόσταγμα, ο
πρωταγωνιστής αποφασίζει για το πότε θα τελειώσει κάτι)
-Άμα ξαναγίνω νύφ’ ξέρω να προσκ’νάου (Ο σκοπός είναι να μην κάνεις
λάθη. Άμα κάνεις μετά μαθαίνεις)
-Ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε. (Για τη νηστεία των
Χριστουγέννων)
-Ου κλάνας κι ου κ’φός κοντά στα νταούλια σταυλίζουνται. (Ο εις για
να ακούσει κι ο άλλος για να μην … ακουσθεί)
-Άλλα λέου στ’ θειά μ’ άλλα ακούν τα’ αφτιά μ’. για τις … υπέροχες
συνεννοήσεις
-Άντρας στου σπίτ’, διάλους πίσου απ’ τα’ πόρτα. Η ανδρική παρουσία
στο νοικοκυριό μόνο προσκόμματα φέρνει
-Όποιους ντρέπιτι πουλλά στερεύτι (ο ντροπιάρης χάνει πολλά)
Προτροπές - Νουθεσίες
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψεις
και Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις
Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα
Το πρόσωπό σου καθαρό, γιατρού δε θάχεις χρεία
Παραλλαγή της ιδίας:
Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα
Τον στόμαχό σου αδειανό, γιατρού δε θάχεις χρεία
Φυσικά στη δεύτερη παραλλαγή δεν εννοεί την ξενηστικομάρα, αλλά
την με μέτρο πρόσληψη της τροφής.
Όσου φτάν’ του στρώμα ν’ απλών’ς τα πόδια σ’. (Μην κάνεις έργα που
οι δυνάμεις σου δεν επιτρέπουν)
Με το δικό σου φάε και πιε με ξένο εμπορέψ’. (Με τους δικούς σου
ανθρώπους μην έχεις οικονομικές συναλλαγές)
Να μη χρωστάς σε πλούσιο, φτωχό να μη δανείζεις. (Ο πλούσιος θα σε
κυνηγάει για την εξόφληση κι ο φτωχός θα δυσκολεύεται στην
αποπληρωμή)
Πάρ’ του γονιού σου την ευκή και στο βουνό περπάτει. (Ευχαί γονέων
στηρίζουσι τέκνα)
Τα δόντια τάδωσ’ ο Θεός για να κρατούν τη γλώσσα. (Να βουτάμε τη
γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσουμε)
Το δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις. (Δεν υπάρχει
καλύτερο ψυχικό από τον καλοπληρωμένο σου υπάλληλο)
Κουτσό ποτέ μη κυνηγάς, με σένα θα γελάσουν. (Καταλήγει σε βάρος
σου να κυνηγάς αδυνάτους)
Πάρε λάδι απ’ την κορφή και μέλι από τον πάτο. (Να ξέρεις να επιλέγεις
πάντα το καλύτερο)
Πάρε γυναίκα (ή άνθρωπο) από σόι και σκλί από κοπάδι. (Περί
ικανότητος εις την επιλογήν)
Φάι λάδ’ κι έλα βράδ’. (Για τις ευεργετικές ιδιότητες του λαδιού στις
σεξουαλικές επιδόσεις)
-Θέλς γυναίκα; Να πάς στου Μπερίκο (= Δρυμώνας)
-Θέλς βρακί; Να πας στ’ Νεροσύρτη
-Θέλς βόδ; Να πας στ’ Ντερίκοβα (= Χαλίκι)
Προφανώς τα κορίτσια του Δρυμώνα πλεονεκτούσαν σε ομορφιά,
τιμιότητα, νοικοκυροσύνη κλπ. Όσο για το βρακί, λέγεται ότι κάποιος
από τη Νεροσύρτη βρήκε δεύτερο (πράγμα σπάνιο) και το δάνειζε. Ενώ
για τα δαμάλια φημίζονταν εκείνα του Χαλικιού ως δυνατότερα άρα και
παραγωγικότερα στο όργωμα και τις λοιπές εργασίες
Γουρούν’ από τη Στράνωμα / γυναίκα απ’ τη Περίστα
Κι στου κάμαν γαϊδουρουκυλίστρα
Οι γυναίκες από την Περίστα είχαν συγγενείς στο Αμέρικα και τα
εμβάσματα έρχονταν αφειδώς. Με την ίδια ευκολία οι γυναίκες
χαλούσαν τα χρήματα άρα δεν κάνανε για σπίτι που καταντούσε
γαϊδουροκυλίστρα δηλ. άγονο όπως το μέρος που κυλιέται ο γάιδαρος.
Μια λόγια παρατήρησις (κυρίως από χείλη διδακάλων, οι οποίοι έτρεφαν
αδυναμία σε κάτι τέτοια):
Ο μη έχων τέκνα δυστυχής και ο έχων, έτι δυστυχέστερος

======================================================================

  Αυτή είναι ΓΛΩΣΣΑ.!!!!!!!!!!

Η ντοπιολαλιά μας είναι κάπως παράξενη για πολλούς, αστεία για άλλους, «χωριάτικη» για τους πρωτευουσιάνους…

Είναι όμως οι φράσεις που πρωτοακούσαμε από τα χείλη της γιαγιάς και του παππού, ιδιόμορφες συλλαβές που έχουν μπει στο χρονοντούλαπο της τοπικής ιστορίας.
Απολαύστε τις εικόνες με τη τοπική διάλεκτο που σε πολλές περιπτώσεις θα θυμηθείτε φράσεις ξεχασμένες, αλλά και θα γελάσετε με τη ψυχή σας χάρη στο ιδιαίτερο λεξιλόγιό μας…
Το συνδυαστικό project είναι μια ιδέα της Αλέκας Κατσάνου, την οποία ευχαριστούμε για την παραχώρηση.
 Kαι κάτι τελευταίο…


                       ================================================== 

Ευχόμαστε σε όλους 
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ,ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ,
ΦΩΤΙΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
και εκπλήρωση κάθε ποθητού στόχου και  ονείρου.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ.!!!!!

====================================================================



=========================================================================
                                      ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ  ΤΟΠΙΚΗΣ  ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ 

Μη σιαϊλέβςμη χαζεύεις
Κατσιούλαρούχο “αδιάβροχο “ για προστασία απο βροχή-κρύο
Ζιαμπούρατοπολτοποίησε το
Θιρίγγιαμικρά ψαράκια [ ίσως αθερίνα ]
Μσιουκάπλακαβάλα στο άλογο με άλλα υλικά
Αναφταόνομαιδιεγείρομαι
Πραζ αν τράουπειράζει να βλέπω
Τσιακλατίζωανακατεύω
Ταπίστομαμπρούμυτα
Κουλτούπκατάποση με τη μία
Φουρφουλιάζωβάζω φωτιά
Κανίσιπεσκέσι [ φαγητά ]
Σαλαγάωκατευθύνω με φωνές τα ζώα
Κακός φλάροςκακή κουβέντα-κακός καιρός
Σ’ κρένωσου μιλάω
Περαντζάδαγρήγορο πέρασμα
Σια ‘δω κρένειςπρός τα εδώ μιλάς
Τσιτσέλακαβάλα με πόδια ανοιχτά [ διχάλα ]
Τγανόψωμοχωριάτικος λουκουμάς
Ζέχνωβρωμάω
Μασκαρόλογακακά λόγια
Ζαλίμπαλιόπαιδο
Σιαπατηλόσακάτικο
Πεδιλόγασουπλά υφασμάτινο για το κεφάλι
Μπόλιαπετσέτα
Πατσιαούραπετσέτα παλιά
Χουχτάωφωνάζω δυνατά
Μαρκάλοςη ερωτική πράξη
Σκλιέβεταιερωτοτροπεί
Σέρνει και πήρεγκαστρώθηκε
Σκίλαροςμασκαράς
Απόλυσ’ μια κφή αερίστηκε διακριτικά
Χαμπουκούκικαλαμποκίσιο ψωμί
Πριτσαλάωερωτοτροπώ – προκαλώ με μορφασμό
Ματσιαλάωμασάω
Πατατούκαπανωφόρι
Τσάρκοςμικρό μαντρί για αρνιά
Μπρέκιφαγητό με τραχανά και χυλοπίτες
Κουσιμάρσαγανάκι [ με χλωρό τυρί ]
Μαγάρααλητάκι
Γουμουρογάιδαρεδυό φορές γάιδαρος
Κορακουζώιδοςαιωνόβιος
Δε μ’ βουλείδεν έχω χρόνο
Πλαμούτσαμεγάλο πόδι ή χέρι
Σκιουντέρασαύρα
Σκύβαλοαπομεινάρι σταριού
Ζγατζίδιαδύνατο πολύ
ρεκατόδυνατό κλάμα με φωνές
προβένταστρογγυλό ψωμί [ για γάμο ]
μσιάκαμεγάλος ( πλακέ ) βάτραχος
πατλιάβάτα
απθόςκάτσε
χλιάρκουτάλι
κλαπάκιτσεέγλυψε ( μέσ τον κουρίτο )
γκάνιαξαστέγνωσα, δίψασα
αλιχταωγαυγίζω
σιακάτπαρακάτω
νσάφεπιτέλους
σκτίρούχο
σκαλτσούνικάλτσα
σιουρτούκοπανωφόρι
τσουράπχοντρή κάλτσα
ουρλόμελάτο αυγό
φλέτραςέντομο [ πεταλούδα ]
χαλεύωζητάω
απόρξεαπέβαλλε
πτανόπιασμαπαρακατιανό άτομο
λούφαξεκρύψου
λιμπίζομαιζηλεύω
λιμασμένοςπεινασμένος
αγκλιδέρααγκούτσα [γυριστό ξύλο ]
πουλιφάδαπομεινάρι σαπουνιού
κουρίτοςπέτρινο δοχείο φαγητού [ για το γρούνι ]
κούτσκουμικροκαμωμένο
προγγάωφεύγω
καταούλιακαταγής
γουρνόγλυναχοιρινό λίπος
αλάργαμακριά
βαλαντώνωστεναχωριέμαι
διασίδιστιμόνι
δραγάτηςαμπελοφύλακας
ζαλίγκαφορτίο στούς ώμους
καραούλιφυλάκιο
κιβούρμνήμα
κουρνιαχτόςσκόνη
λακριντίομιλία
μπόλιαπετσέτα
ξεσυνερίζομαισυναγωνίζομαι
ορμήνειασυμβουλή
πιλάλατρέξιμο
σατίλικουβάς
σκούζωκλαίω δυνατά
ταχιάαύριο
τσιούπακοπέλα
χλίβομαιλυπάμαι
τσίτσκαμπαρδάκα, ξύλινο δοχείο νερού
τσιμπλίδάδα πετρελαίου
σαρμανίτσα, μπισίκιτο ριλάξ της φτώχειας
ξάιμετράδι του μυλωνά
βροχαλίδαπολύχρωμη σαύρα
βριζόνικαλούπι για χόρτα
γρέκιστάλος, στάνη
ξλοσέλιαπλαινά ξύλα σαμαριού
μσίτσαμικρούλα μύγα
τραπέτσιξυνό κρασί
βλόιαροςσφραγίδα για πρόσφορα
μούτασκιάχτρο, μπαμπούλας
χαρταπλιάγκαμεγάλο χαρτί
σκουλαμέντο (ιταλ.)αφροδισιακό νόσημα
παρτάλιαλλόκοτο, σακάτικο
έχανα βρίσκεται κάτι, φόλι
βιζακάντδυνατό ρούφηγμα
ζουμπερέκιμάνταλο πόρτας
κίπροςκουδούνι ( για ζώα )
καστραβέτσιαγγούρι
αγκούτκαςσημείο πάνω απ το σβέρκο
ζγαρλάωσκαλίζω το χώμα επιφανειακά
κομοντόριασαλατικά ( ντομάτες )
σακαήμαράζι
σφέρλιασμαίχνη οίστρου για μαρκάλο ( επι του θηλυκού )
μούρτιασμαλέρωμα του ζώου μετά τη γέννα
δρόγγαλααναμονή με νεύρα
ταιστάρσακούλι για σανό-καρπό
μούρσιη αποπάνω μισοφέγγαρη ξύλινη τάπα κρασοβάρελου
αμούργιοαμάσητο
απόπατοςτουαλέτα (υπαίθρια)
ζακόνιέθιμο
γιατάκικρεβάτι
αβγαταίνωαυξάνω
ροδάμιβλαστός πουρνάρας
άμπακοςκαταπέτασμα, πλεονεξία
τσιβίξύλινο καρφί, σφήνα
μπαιλίζωνυστάζω
κορωνιάπροκοπή
σκαρπούνισκασμός, ησυχία
κουκόσιακαρπός καρυδιάς[ ολόκληρος ]
σέκοςπεθαμένος
χανάκαπεριλαίμιο σκύλου
κιρδινέςμεταλικός κρίκος
μουσκφόςκαιροσκόπος
στατέρζυγαριά χειρός
πάτσι κι πόσταισοφάριση
σκράπαςαπαίδευτος
γουργουλίδιακαμπάνάκια
ρογγατσίδιαμικρά ξύλα για φωτιά
ξστιώρακρυφά και γρήγορα
βαρκόμέρος με υγρασία
ντούχνιασεγέμισε καπνό
τσουρνάειτρέχει [ νερό]
προσλαλιάκαλωσόρισμα
τοπολαλιάτοπική διάλεκτος
ρουντζώνωθυμώνω, τα στυλώνω
σκρούμποςκατακαμμένο
κράνιαποτελειωμένο
φιλεύω,τρατάρωκερνάω, σερβίρω
κούρτςτελευταίος
αρμοπίλιαμάξι
κστούΧριστούγεννα
περδικοστήματαπροχειρότητες
ζγαφέτνταραβέρι, μύθος
μλιόρμικρός τράγος
σούρλαμύτη γουρουνιού
ντζούρλιξείσα που έτρεξε [ το νερό ]
μπούπναςβροντή
κουραφέξαλααηδίες
τσιατούρπρόχειρο υπόστεγο
λαγκεύωδυστροπώ,στρίβω
φλαούναψωμί στη στάχτη
ζουμπλιάζωτσαλακώνω
σταβλοπατάωχοροπηδάω συνεχώς
στριντζώνομαιζορίζομαι
χαμοκέλαχάλασμα, ερείπιο
κακάρισμαφωνή κότας
σφέλιτο αιδοίον
καψάλισμακάψιμο τριχών ή φτερών
χασομεράωχάνω χρόνο, χαζεύω
πιστρόφιαεπιστροφές
βούλομαιαναποδιάζομαι
πιστρώνωδιπλώνω στην άκρη
καπέταχωρίστρα
παρλιακόανόητο, χαζό
πριόβολοςείδος αναπτήρα
τσιακμάκιαναπτήρας με πετρέλαιο
κολοφωτιέςπηγολαμπίδες
σταχταλύθρεςαιωρούμενη αναμμένη στάχτη
σπούρνηθράκα, κάρβουνα καυτά
τυλώνωγεμίζω υπερβολικά κάτι
παυλόκασαπαλιός τενεκές
ξεπακιάζωδιαλύω τη μέση
τσιαπράγκαλαμικροπράγματα ασήμαντα
ταμπλάςέντονη δυσφορία απο πονοκέφαλο
κουρνιαχτόςσύννεφο σκόνης
αφαλοκόβωκόβω τον ομφάλιο λώρο
τσπίκορίτσι
μαιμάκιτο μικρό της μαιμούς
μπετοκνιάπικρίλα
στράκεςεντύπωση, σαματάς
μπλάναμεγάλο ξερό κομμάτι γης
σκούζωκλαίω δυνατά
βόμπραςδιάβολος
κουμούτσαμεγάλο κομμάτι
βακίζωτεμαχίζω κρέας
χλεμπόναφλέμμα
πλύμαφαγητό γουρουνιού
κακάβμικρή κατσαρόλα
τεφτέρισημείωμα
καυκίγουδί
χιράμστρωσίδι απλό
μαντανίαχοντρή κουβέρτα
σοφράςχαμηλό τραπέζι
γουντζιάρμεγάλο κόκαλο με κρέας
τέντζερηςκατσαρόλα
βαρβατσέλιεπιβήτορας
καναβίδισχοινί
μπαλτίμδερμάτινη ζώνη σαμαριού
τσιροπούλιμικρό πουλί
κουρκουτσέλικόκορας
βασκαμένοςέχει μάτι, ματιασμένος
πλουχέρμια χούφτα
κριτσιλιάγκοςλαρύγγι
κοπάνιτραγί μονοχισμένο
ντακλιάκωλιά
μαγγανίζωπεριποιούμαι ( αλλιώς )
αστόχησαξέχασα
αμπουριάπρόχειρη πόρτα
μπάκακαςβάτραχος
μσιατήρσκόνη γανώματος
σκαλτσούνικάλτσα
πάφλαςλεπτός τσίγκος
τσιακατούραροκάνα
κοριασμένολερωμένο πολύ
τσιατούρπρόχειρο υπόστεγο
σκιαζούρσκιάχτρο
θρούμπατέζα, ψόφιο
τρόχαλοςσωρός απο πέτρες
κάντζιασφιχτά
γκλάβατο μυαλό
μουσγωμένοςνωπός, μούσκεμα
ζαντεύωιδιοτροπώ, τα στυλώνω
Τα παραπάνω είναι παρμένα απ το βιβλίο με τίτλο # Χρυσοβίτσα #.


=======================================================================
                                                    ΦΡΑΣΕΙΣ  και ΑΤΑΚΕΣ

Ονειρεύομαι καμιά φορά πως γίνομαι ξανά αυτός που ήμουν, όταν ονειρευόμουνα να γίνω αυτός που είμαι τώρα.
                                                                                                                Ανώνυμος


Μακάρι ο Θεός να μην σου δώσει, όσα μπορείς ν αντέξεις.

Ταξιδεύει κανείς για να αλλάξει όχι μέρος αλλά ιδέες και συμπεριφορά.


Ο ταξιδιώτης παίρνει μονάχα ένα δρόμο. Ο ονειροπόλος τους παίρνει όλους.

                         
  
Είσαι στη Χρυσοβίτσα. Το ....νού σου.
                                                                                                                                  

  Ο εθελοντισμός είναι..... ακριβή υπόθεση.
 
   Όταν βοηθάς και συμμετέχεις σε κοινωνικό σύνολο[ πες το όπως θές εσύ αυτό],προσφέρεις και τιμάς τον τόπο σου και το χωριό σου.

                                  
  Η ειλικρίνεια και ο σεβασμός είναι ακριβά δώρα,μην τα περιμένεις απο φθηνούς.


   Αδειανό βαρέλι,φίλο δεν πιάνει.

 
 Στη ζωή υπάρχει αγάπη...μίσος...ζήλεια...αδιαφορία. Δίνεις ό,τιθέλεις. Παίρνεις ...ό,τι δίνεις!!!.

Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γύρει ο κλώνος,και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.
Τα περισσότερα απο αυτά για τα οποία ανησυχούμε,δεν θα συμβούν ποτέ.
Ζήστε μια καλή και έντιμη ζωή....Όταν θα γεράσετε και κοιτάξτε πίσω,θα την απολαύσετε για δεύτερη φορά.
Συγχωρέστε τους εχθρούς σας. Τσακίζει το μυαλό τους.
Αν αισθανθείτε ότι βρίσκεσθε σε μια τρύπα,το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνετε είναι να σταματήσετε να σκάβετε.

=================================================================                                                            ΑΥΤΟΥΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Θα σας πάω αρκετά πίσω στο χρόνο στη δεκαετία '60 και '70 , μικρός μεν τότε αλλά απο αναμνήσεις κάτι γίνεται. Η ζωή τότε, ιδίως στην επαρχία, όλο ανέσεις ήτανε. Χλυδάτη και μπέικη που λένε. Σπίτια άνετα,εξοπλισμένα,γιομάτα κόσμο και φτώχεια. Μ ότι είχαμε περνάγαμε. Οι παλιοί λέγαν # ούλα τα χουμε κι του κρέας Κστού Λαμπρή δεν λείπ. Και η κότα τ Αη-Φιλίππου για να αποκρέψουμε#. Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα Χριστούγεννα τότε ήταν αλλιώς και τα περιμέναμε πώς και πώς.
Οι προετοιμασίες σε όλους τους τομείς εκείνη την περίοδο σταματημό δεν είχαν. Ποιός δεν θυμάται το σφάξιμο των γουρουνιών ,τα λουκάνικα ,τις ματιές , τς τσγαρίδες,το σουφλιμά,του μπρέκι κι τόσα άλλα. 
Για να πάς στην εκκλησία ιδίως του Κστού, την παραμονή είχε γενικό πλύσιμο και καθαριότητα. Έπρεπε να μπείς στο... χαμάμ να πάρεις το "μπάνιο σου". Η σκαφίδα καταή , δίπλα η παφλόκασα με ζεστό νερό και το μπρίκι μέσα, ένα πουλφάδ με άρωμα ακαθόριστο κι του Α/C ξεχασμένο και....αρύθμιστο σε πολικές θερμοκρασίες. Σε τρία [ 3 ] λεπτά έτοιμος-η. Τσμέκιαζες και το πρωί στις 5 βάραγε η καμπάνα κι όλοι πηγαίναμε στην εκκλησιά. Έπρεπε να κοινωνίσουμε και μετά να φάμε, ν αρτθούμε π λένε. Ένας μια χρονιά είχε φάει λουκάνικο κι ματιά πρίν κι πήγε για κοινωνία, ζαλιστηκε ο παπάς απ του χνώτου, τ ρίχνει μια στου καλάμ κι ακόμα πονάει όταν τ θμάται. Με το σχόλασμα όλοι στου σπίτ για μάσα. Κουψίδια στ θράκα, λουκάνικου στου πηρούνι απάν στην τσμπίδα, λιγο πτούλα κι ψουμί καψαλισμένο την κάναμε ταράτσα ...για πρωινό που λένε. Μετά καφενείο οι μεγάλοι και παιχνιδι τα μκρά και η ζωή τραβάει την ανηφόρα.
 Ποιός δεν θυμάται τις τγανίτες στου βλαχουτήγανου με γλύνα κι αλεύρι ασπρουβέλισα. Και το άλλο πάλι, μια μεγάλη φέτα ψωμί σπατουλαρισμένη με γλύνα απο πάνω για να μπορέσεις να ...βρείς τις γίδες ή τ άλογο μεσ του λόγγο.

                                                              [ θα συνεχίσω ]

=======================================================================

                                                          [ Επαναδημοσίευση ]

                       Κστού, του Χριστού , Χριστούγεννα όπως παλιά.

       Κάπως ήμουνα αυτές τις μέρες, παραμονές των γιορτάδων, θα ήθελα να φύγω,να πάω πάλι πίσω, στο χωριό ταιριάζει εδώ, αλλά....υπάρχει αυτό το -αλλά-.
      Κι αφού δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες,όπως το πάλαι ποτέ,θα προσπαθήσ
να πάω νοερά μαζί σας στο Χωριό της εποχής σύν -πλήν του 1970.
       “Μκρά πιδιά τότενες εμείς , σχολιαρόπαιδα, χουρίς μπάκα και κουλώνια,με παπούτσι αεριζόμενο,ρούχα με ετικέτα PUZZLE, πηγαινουρχόμασταν στο σχολειό να μάθουμε πέντε αράδες γράμματα,να γυρίσουμε το γιόμα σπίτ,να φάμι μια χαψιά ψωμί και μετά να κάνουμι διάφορες δλιές μέχρι να σουρπώσει. Τότε ανοίγαμε την τσιάντα να διαβάσουμε λιγάκι μην πάμε στουρνάρια την άλλη μέρα και μας λιανίσει ο δάσκαλος μ τη λούρα. Η σχολική χρονιά προχωρούσε, αρχές Δεκέμβρη και πλη- σιάζαν οι γιουρτές, οι διακοπές και το καθσιό τρόπως του λέγειν.
        Προπαραμονή ή παραμονή Χριστουγέννων και περμέναμε πως κι πως να ξμερώσει. Θα γίνουνταν χαμός,της κακομοίρας π λένε. Σφάξιμο τα γρούνια. Κάθε νκοκυριό είχε μεγαλώσει και του θκό τ. Ολόκληρο σχέδιο-πλάνο και ιεροτελεστία γύρω απ αυτό. Οι χασάπδες του χωριού με τους βοηθούς τους πηγαίναν απο σπίτι σε σπίτι .Ας παρακολουθήσουμε το σκηνικό:
          Καλμέρα και Χρόνια πολλά. Που ειν του κμάσι? Εινι μεγάλο το ζουντανό? Πάμε σιακεί κι βλέπουμε. Τράνε μέσα τι να ιδούνε , θηρίο. Λέει ο σφάχτς: Φέρτε καναβδιές να του δέσουμε πιστάγκουνα μην μας φύγει μουρουζώντανο, αλίμονό μας. Το ρίχνουν κάτω και μόλις η μαχαίρα τ ακουμπά αρχίζει του γρούνι ένα ρεκατό, ένα σκούξμου , ένα κακό άλλου πράμα. Σε λίγο ήταν κρεμασμένο απ τ σκιά ή του πουρνάρ ή τ σκαμνιά.Απαραίτητο το λιβάνισμα στη σφαζιά. Η νοικοκυρά με όλα τα σχετικά τσιακλοπίνακα,μικρά και μεγάλα, ήταν απίκο. Το πρώτο που έβγαινε και διατίθεταν πρός άμεση χρήση ήταν η κατρήθρα. Την παίρναμε εμείς τα κούτσικα, την αδειάζαμε τελείως , την περνάγαμε απο στάχτη , τη φουσκώναμε , ένα κόμπο και έτοιμο το τόπι. Ρονάλντο, Μέσι, Μήτρογλου και η παρέα τους παίζαμε ασταμάτητα. Να τα έντερα μετά, κοιλιές πατσαδάκια, του γουρνουκέφαλο κι όλα τ άλλα. Το συνεργείο σφαγής αφού ήπιε τα τσιπουράκια του αποχωρούσε για το επόμενο θύμα.
           Πρός το βράδυ ή την παραμονή το λιανίζανε σε κομμάτια, το ξεχώριζαν ανάλογα και το φρόντιζαν -προστάτευαν κατάλληλα. Άρχιζε άμεσα θα έλεγα η μεταποίηση και επεξεργασία του σε: λουκάνικα, ματιές, πατσιούλες, τσγαρίθρες, γλίνα ,παστό , σουφλιμάς, για βραστό με χόρτα και πολλά άλλα. Τη επόμενη απ του Κστού έκαναν την εμφάνιση τους τα λουκάνκα κρεμασμένα σε στρουπίτσα πανου απ του ντζιάκι για να λιαστούνε. Πάεινες να βάλις ξύλου στ φωτιά και έσταζε η γλίνα στ αφτί ς. Ακόμα κι του γουρνουτόμαρο ήταν εκμεταλεύσιμο και με κατάλληλη επε – ξεργασία φτιάχνανε τα Boxer handmade παρακαλώ.!. Τα λουκάνκα -σβαρνόξλα όπως τα λεγαν ενώ στην αρχή είχαν δύο σκέλη ασ πούμε , απ το καθημερινό κλεπψμέικο έλειπε τ απο μέσα πρός το τοίχο κι έμεινε σαν αγκούτσα. Όταν δε το ψήναμε στουντζιάκι καρφουμένου στου πηρουνι και απάνω στην τσμπίδα, μοσχοβόλαγι ου τόπους. Σε πιθανή δε πτώση του στα κάρνα ,γίνονταν χαμός να το σώσουμε κι ήτανε και πιο νόστιμο.
           Παραμονή τ Κστού αλλά και στις άλλες δυό μεγάλες γιορτές, είχαμε και τα κάλαντα. Το νυχτομεροκάματο δηλαδή. Μόνος του ο καθένας, συνήθως όμως δυό δυό, ξυπνούσαμε νύχτα για τα κάλαντα. Σπίτι -σπίτι και πόρτα -πόρτα για να μαζέψουμε δυο δεκάρες και άλλα καλούδια. Μετά απο 3-4 ώρες καθήσαμε μια χρονιά να τα μοιράσουμε. Βγάζουμε απ την τσέπη τα φραγκοδίφραγκα κι απ του ψουμουσάκλο ή ταιστάρ αδειάζαμε τα λοιπά τημαλφή όπως τσιαπέλες, λουκμάκια, κουκόσιες, κλουράκια,μύγδαλα, κουραμπιέδες άιντε και κανένα τλιχτό απ το Κεφαλόβρυσο ή του Βραχώρ. “
           Αυτά τα λίγα είχα να πώ , υπάρχουν όμως και τόσα άλλα πιό καλά αλλά και ιστορίες αξέχαστες. Θα κλείσω με το γεγονός εκείνης της χρονιάς όπου ένας συγχωριανός θέλοντας να εξιχνιάσει την κλοπή του γουρουνιού του, κέρναγε λουκούμια τη μεγάλη μαρίδα-μαφία [ βλέπε Παυλ-Κρου- Ζουλ] και έμαθε πως αφού το σκότωσαν το είχαν χώσει στη Μαραβίτσα. Κι άφησαν τον άνθρωπο χωρίς γρούνι.
                                       Να είστε όλοι καλά , να περνάτε όμορφα και να χαμογελάτε.
                                                              ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ.

                                                                                                                               Χρ. Καφφέζας
                                                                                                                                 23-12-2013

========================================================================

   Σιαηλεύω -αφουγκρένομαι- απλουέμαι και χουχτάου.

       Θα σας πω εδώ και τώρα μερικά ωραία πράγματα που αφορούν χωριάτικες συμπεριφορές, ακούσματα, συνήθειες ,ήθη και έθιμα, ιστορίες και περιστατικά παρμένα απο τη ζωή της υπαίθρου κυρίως της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου. Σ ένα λοιπόν χωριό, ας μην το κατονομάσω , ένας ντόπιος προσκάλεσε και φιλοξενούσε ένα φίλο του απ την Αθήνα. Ο άνθρωπος έπαθε πλάκα, μεγάλη ζημιά μιλάμε. Ας τα πάρουμε όμως με μια σειρά: τηλεφωνήθηκαν , τουν ορμίνεψε ο άλλος πως θα φτάσει στου χουριό,του δωσε οδηγίες που να στρίψει και ποιά στράτα να πάρ, κι βγήκι να αγναντέψει κι να περιμένει. Μιτά απο κάμποσες ώρες άηκσε ένα βουητό απ τη μεγάλη στράτα, μετά ένα κουρνάρσμα και σε λίγο βλέπ μπρουστά τ νιά κούρσα μαύρ , λαμπουκόπαει κι μέσα ου λεβέντς μας . Αγκαλιές ,φιλιά, καλοσωρίσματα κι όλα καλά. Άφσανε τ αμάξι ζπλατεία , πήρανε στράτα κι μονουπάτ και σε λίγο ήτανε στου σπίτ. Του σκλί κι γάτα πιρίμεναν στο όξου πουρτόνι. Του σπίτ μ βέβαια άνετο δεν το συζητάμε. Ένα ευρύχωρο μεγάλο δωμάτιο, όλοι μαζί αλλά ο καθένας ειχι τ μεριά τ. Αφού φάγαμε ότι είχε του κατσιαρόλι, ειχαμε κι μσιούντρα, μσαφίρς γλέπς,το ρίξαμε στν κβέντα. Να κι ου καφούλης απ τ μάνα μ, κι ένα τλιχτό που είχε ξεμείνι απ τς γιουρτές κι όλα όμορφα.
            Τ απόγιομα βγήκαμε όξω σν αυλή να ιδούμε κι ν αγναντέψουμε. Ο φίλος απ ν Αθήνα ψοφάει στα γέλια άμα ακούει τις ιστορίες που του λέω ή τα live ακούσματα ανθρώπων και ζώων τ χουριού. Μερικές φορές βέβαια τα μεταφράζω κιόλας. Έλεγε κάποιος μια φορά : άλλο τόνα, άλλο τ άλλο και πετάγεται η κμπάρα απ το διπλανό τραπέζ κι λέει: κι άλλο τόνα μέσα στ άλλο. Ξερός έμινι ο μάγκας. Ένα άλλο πάλι π θμήθηκα, άκου : ήταν Δεκέμβρης μήνας κι είχαν έρθοι οι εμπόροι να δούν και να δώσουν τιμές για τα καπνά τ κουσμάκι. Μυστικές οι διαπραγματεύσεις κι απο σπίτ σε σπίτ. Κάποια στιγμή ακούγεται μια γναίκα να κρένει : Χάιδω – Χάιδω ουουού. Τι θέλις ; απλουέται εκείνη απ αουπέρα. Πέρασαν οι εμπόροι ; πόσο σας τον βάλανε ; μέχρι να του εξηγήσω ότι εννοούσέ την τιμή του καπνού , πέθανε στο κλάμα απ τα γέλια. Μιτά απου λγάκι πέρναγε μπρουστά απ του σπίτ μια γνικούλα φουρτουμένη κλάρες και ρουγγατσίδια ,μας χαιρέτησε κι όταν τη ρώτησε ο φίλος πώς τα καταφέρνι εκείνη απλουηθκι: μακάρ ο Θεός να μη σ δώσει , όσα μπουρείς ν αντέξς. Σέκους ο δκός μας.
          Πρίν φύγουμι απ του σπίτ , ήθιλε λέει να πάει τουαλέτα να ξαλαφρώσει , για να μπουρεί να γελάει κι πιό ξέγνοιστος. Πάου κι τ φέρνω μια αθλητική εφημερίδα κι τ λέω : τράβα σιά πέρα τσ πουρναρούλες , χέσε οπ θές , είνι τόσοι πολλοί σ αυτό του ντόπου, δεν θα σε ιδεί κανένας. Μόλις γύρσε τ λέου καπάκι κι τ άλλο : μην ξεχνάς ότι το χωριό του λένε και Χ.Ψ και Α. Τι είναι αυτό μ λέει; Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε , τ λέω ,τέζα ο μάγκας. Πάμι να φύγουμι π λές κι ακούγονται κατ γατουσκουξίματα άλλο πράμα, όχι πάντως για ποντίκια. Ξεκινήσαμε τη βολτούλα μας και λίγο παραπέρα , πίσου απο μία λόντζα κοιτάει , τι να δεί, δυό σκλιά κώλου μι κώλου, κουλιμένα όπως το σήμα Robert di Kapa και μούρθε φλασιά κι τ λέου: Νάμουν το Μάη γάιδαρος , τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο κόκκορας και γάτος το Γενάρη. Συνεχίσαμε τ στράτα μας παρακολουθώντας τη ζωή της υπαίθρου, σιγομουρμουρίζοντας διάφορα και σχολιάζοντας ανάλογα. Αλλάξαμι σκέψη κι λέμε δεν πάμι καλύτερα στον καφενέ ,έχει πιο πολλά και καλά ακούσματα κι χαμπέρια. Καλώς τα παιδιά λέει ου γέροντας απ τ γουνία,κάτ απ τ σκιαμνιά. Κέρνα τα ότι πίνουν. Φχαριστούμε πολύ ,δεν θέλουμε κάτι, αργότερα. Όχι τώρα, έστω και δια κλίσματος θα πάρτι. Φέρε τότε δυό τσιπράκια να γλιτώσουμε την κωλονοσκόπηση. Νάσου μετά απο μας κι ου Φώντας με μαυρισμένου του μάτ,απου ματσκιά ή παντόφλα , ποιός ξέρει.! Οπότε για να μας προυλάβ λέει μόνος του : καλύτερα να την τρώς , παρά να τη φοράς [ την παντόφλα ].........

            Απο παλιά μας ανάρτηση......αλλά καλό. θα συνεχίσουμε ανάλογα.
========================================================================
                                              ΡΗΤΑ-ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ - ΣΟΦΙΕΣ
  •       Έκλαιγα κάποτε γιατί δεν είχα παπούτσια να φορέσω..
               ώσπου μιά μέρα είδα κάποιον που δεν είχε πόδια....
  •       Προτιμώ να είμαι χρήσιμος παρά αρεστός.
  •      Απ την καρδιά μου αγαπώ , αυτούς που με φθονούνε,
                σκεφτείτε πόσο αγαπώ αυτούς που μ αγαπούνε.
  •      Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός απο ευεργετηθέντα αχάριστο.
  •       Ο σοφός παραδέχεται, ο ανόητος δικαιολογείται και ο ηλίθιος επιμένει..
  •      Άφες αυτοίς , ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
  •        Καλοχαιρέτα τον πεζό, άμα καβαλικέψεις
  •        για να σε χαιρετά κι αυτός οταν θα ξεπεζέψεις.
  •        Κάλλιο να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται.
  •        Γηράσκω αεί διδασκόμενος.
  •       Η γνώση είναι δύναμη. Συνεπώς δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο.
  •       Ο νέος κυνηγά οτι του αρέσει κι ο γέρος προσπαθεί να αποφύγει οτι δεν του        αρέσει.
  •       Καλύτερα να κοιμηθείς με παράπονο παρά να ξυπνήσεις με τύψεις.
  •      Σημασία έχει να βλέπεις , όχι απλώς να κοιτάς .
    - Για τον κόσμο μπορεί να είσαι ένας άνθρωπος, αλλά για έναν άνθρωπο μπορεί να είσαι ο κόσμος.
    - Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται στο θυμό και στην απογοήτευσή του.
    - Ο μόνος άνθρωπος που δεν κάνει λάθη είναι αυτός που δεν κάνει τίποτα.

  • - Αν θέλετε να μάθετε τι πιστεύει ο Θεός για το χρήμα, απλώς κοιτάξτε τους ανθρώπους στους οποίους το έδωσε.
  • - Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις ένα πειρασμό είναι να ενδώσεις.

  • - Ο κόσμος γεννήθηκε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν.
  • - Απαισιόδοξος είναι ένας καλά ενημερωμένος αισιόδοξος.
  • - Δώσε ζωή στα χρόνια σου κι όχι χρόνια στη ζωή σου. 

    =============================================================== 
        • Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
        • Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ αλάτι.
        • Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
        • Όποιος χτυπάει τ ανοίγουνε,κι όποιος γυρεύει βρίσκει.
        • Συμπεθέροι και κουμπάροι,τον πρώτο χρόνο έχουν τη χαρά.
        • Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
        • Βρακί δεν έχει ο κώλος μας,γαρίφαλο στ αυτί μας.
        • Τ αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν Δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
        • Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα.
        • Ο Θεός να σε φυλάει απ τ άδικο κι απο κακιά γυναίκα.
        • Μην παίρνεις δίκιο ορφανού, ούτε τόπο ποταμού.
        • Ο άδειος τενεκές κάνει περισσότερο θόρυβο.
          Τ αμπέλι θέλει αμπελουργό ,το σπίτι νοικοκύρη,και το καράβι στο γυαλό, θέλει καραβοκύρη
        •   Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοισιά τον υπνο.
        •   Το πολύ ταμάχι τρώει το στομάχι.
        •  Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
        •  Η τέχνη θέλει μάστορη,κι η φάβα θέλει λάδι.
        •   Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
        •  Αν δεν γονάτιζε η καμήλα, δεν θα τη φορτώνανε.
=======================================================================